Ψυχική ανθεκτικότητα: Παράγοντες ανάπτυξης και επικινδυνότητας
Η πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και/ ή υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που ξεκινά στην παιδική ηλικία και παραμένει στην
ΠερισσότεραΟ σχολικός εκφοβισμός και η θυματοποίηση από συνομηλίκους αποτελεί ένα πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζουν παιδιά και έφηβοι εντός, αλλά και
Περισσότερα10/22/2020 Η κατάθλιψη στην εφηβεία είναι μία σοβαρή διαταραχή με υψηλό κίνδυνο αυτοκτονικότητας, υποτροπής και χρονιότητας. Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ΜΚΔ) είναι μία ειδική διάγνωση που περιλαμβάνει συμπτώματα καταθλιπτικής διάθεσης, ανηδονίας,αϋπνία, μειωμένη συγκέντρωση, χαμηλή ενεργητικότητα. Οι έφηβοι μπορεί να εκδηλώνουν αστάθεια
10/19/2020 Ψυχοδραστική ονομάζεται κάθε ουσία που, όταν ληφθεί μέσω οποιασδήποτε οδού, μεταβάλλει την εγκεφαλική λειτουργία, το επίπεδο αντιληπτικότητας ή το συναίσθημα του λήπτη. Η χρήση τέτοιων ουσιών είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο το οποίο προκαλεί σημαντικές επιπλοκές όπως δυσφορία κατά τη στέρηση,
10/15/2020 Η προεμμηνορρυσιακή διαταραχή ή αλλιώς δυσφορική διαταραχή της όψιμης ωχρινικής φάσης εμπλέκει συμπτώματα από τη διάθεση, τη συμπεριφορά αλλά και σωματικά συμπτώματα τα οποία εμφανίζονται σε συγκεκριμένη περίοδο του εμμηνορρυσιακού κύκλου και υποχωρούν κατά τη διάρκεια μιας άλλης περιόδου μεταξύ
10/08/2020 Η ασπρόμαυρη σκέψη είναι η τάση του ατόμου να σκέφτεται στα άκρα και ονομάζεται αλλιώς, σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση, διχοτομημένη ή πολωμένη σκέψη.Το άτομο αποτυγχάνει να συγκεντρώσει τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά του εαυτού του και των
10/22/2020
Η κατάθλιψη στην εφηβεία είναι μία σοβαρή διαταραχή με υψηλό κίνδυνο αυτοκτονικότητας, υποτροπής και χρονιότητας. Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ΜΚΔ) είναι μία ειδική διάγνωση που περιλαμβάνει συμπτώματα καταθλιπτικής διάθεσης, ανηδονίας,αϋπνία, μειωμένη συγκέντρωση, χαμηλή ενεργητικότητα. Οι έφηβοι μπορεί να εκδηλώνουν αστάθεια στη διάθεση, ευερεθιστότητα, μικρή ανοχή στη ματαίωση, εκρήξεις οργής, σωματικά ενοχλήματα και/ή κοινωνική απομόνωση αντί να λεκτικοποιούν τα αισθήματα της κατάθλιψης. Επιπρόσθετα, οι έφηβοι συχνά έχουν άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως διαταραχές συμπεριφοράς ή προβλήματα χρήσης ουσιών. Οι έφηβοι που προκαλούν προβλήματα στο σπίτι ή το σχολείο μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν κατάθλιψη, αλλά δεν το γνωρίζουν. Δεδομένου ότι ο έφηβος δεν φαίνεται πάντοτε θλιμμένος, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μπορεί να μην συνειδητοποιούν ότι το πρόβλημα της συμπεριφοράς είναι μία ένδειξη κατάθλιψης. Το να ρωτήσουμε τον έφηβο αν αισθάνεται δυστυχισμένος ή σκέφτεται να κάνει κακό στον εαυτό του μπορεί να βοηθήσει. Η ερώτηση αυτή δεν «του βάζει ιδέες» – αντίθετα του επιβεβαιώνει ότι κάποιος νοιάζεται και του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει για τα προβλήματά του.
Ενδείξεις συμπτωμάτων της κατάθλιψης στους εφήβους είναι τα ακόλουθα :
Η μέση διάρκεια ενός επεισοδίου ΜΚΔ σε εφήβους που έχουν παραπεμφθεί σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας είναι περίπου οκτώ μήνες, ενώ για πληθυσμούς στην κοινότητα η μέση διάρκεια ανέρχεται σε έναν με δύο μήνες . Αν και οι περισσότεροι έφηβοι αναρρώνουν από το πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο,η πιθανότητα υποτροπής αγγίζει το 20-60% ένα έως δύο χρόνια μετά την ύφεση των συμπτωμάτων. Οι υποτροπές μπορεί να επιμένουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής και ένα σημαντικό ποσοστό εφήβων με ΜΚΔ θα συνεχίσουν να υποφέρουν από τη διαταραχή στη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Πολλοί παράγοντες μπορεί να συμβάλουν στις υποτροπές, όπως ψυχοπιεστικές/τραυματικές εμπειρίες (απώλειες ,κακοποίηση, παραμέληση και συνεχιζόμενες συγκρούσεις και ματαιώσεις), συνυπάρχουσα ψυχοπαθολογία, σωματική ασθένεια, οικογενειακή δυσλειτουργία, ψυχοπαθολογία των γονέων, χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, έκθεση σε αρνητικά γεγονότα ζωής και χρήση φαρμάκων.
Για την αντιμετώπιση της εφηβικής κατάθλιψης κύριοι θεραπευτικοί στόχοι πρέπει να είναι οι εξής:
ΓΝΩΣΙΑΚΗ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία έχει ως στόχο τη βελτίωση της διάθεσης του εφήβου εστιάζοντας στις σκέψεις και τις συμπεριφορές του. Οι θεραπευτικοί σκοποί περιλαμβάνουν την αύξηση των ευχάριστων δραστηριοτήτων, τη μείωση των αρνητικών σκέψεων και τη βελτίωση των δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων προκειμένου να μειωθούν τα αισθήματα απελπισίας του εφήβου. Εκτός από τις ατομικές συνεδρίες με τον έφηβο, πραγματοποιούνται συνεδρίες με τους γονείς του για να ανασκοπηθεί η πορεία της θεραπείας και να ενισχυθεί η ενεργητική συμμετοχή του εφήβου στις εργασίες για το σπίτι που ανατίθενται στο πλαίσιο της θεραπείας.
ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η διαπροσωπική θεραπεία έχει ως θεραπευτικό στόχο τα διαπροσωπικά προβλήματα του εφήβου για τη βελτίωση της διαπροσωπικής του λειτουργικότητας και της διάθεσής του. Οι θεραπευτικοί σκοποί περιλαμβάνουν την αναγνώριση των περιοχών των διαπροσωπικών προβλημάτων, τη βελτίωση των δεξιοτήτων επίλυσης διαπροσωπικών προβλημάτων και την τροποποίηση των μοτίβων επικοινωνίας του εφήβου. Εκτός από τις ατομικές συνεδρίες με τον έφηβο, πραγματοποιούνται συνεδρίες με τους γονείς του σε ειδικές φάσεις της θεραπείας.
ΦΑΡΜΑΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η αντικαταθλιπτική φαρμακοθεραπεία μπορεί να φανεί χρήσιμη σε συγκεκριμένες κλινικές καταστάσεις. Η απόφαση να αντιμετωπιστεί με αντικαταθλιπτικό φάρμακο η περίπτωση ενός εφήβου πρέπει να βασίζεται στην κλινική κατάσταση του εφήβου και στον βαθμό της παρακολούθησης του εφήβου στο κλινικό πλαίσιο και το σπίτι. Η συγκατάθεση του ασθενούς και των γονέων του είναι απαραίτητη πριν από την έναρξη της φαρμακοθεραπείας. Ο έφηβος και οι γονείς του πρέπει να ενημερωθούν σχετικά με τις δυνητικές ανεπιθύμητες ενέργειες, συμπεριλαμβανόμενων της πιθανότητας εμφάνισης μανιακού επεισοδίου, ψυχοκινητικής διέγερσης και αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Εφόσον αρχίσει η αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή και γίνει καλά ανεκτή από τον ασθενή, ο γιατρός πρέπει να διασφαλίσει τη βέλτιστη δόση και διάρκεια της θεραπείας με σκοπό τη μέγιστη θεραπευτική αποτελεσματικότητα.
(Γιαννακόπουλος 2016)