Μόλις κυκλοφόρησε
Δελτίο τύπου - Ο Χορός της Ζωής μας- «Ας απολαύσουμε αυτή τη διαδικασία της εξέλιξής μας, το γίγνεσθαι του καθενός
ΠερισσότεραΔελτίο τύπου - Ο Χορός της Ζωής μας- «Ας απολαύσουμε αυτή τη διαδικασία της εξέλιξής μας, το γίγνεσθαι του καθενός
ΠερισσότεραΗ πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και/ ή υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που ξεκινά στην παιδική ηλικία και παραμένει στην
ΠερισσότεραΗ πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του σε τραυματικά γεγονότα. Τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής, το τραύμα και οι χρόνιες αντιξοότητες μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία και τη δομή του εγκεφάλου και ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD), κατάθλιψης και άλλων ψυχιατρικών διαταραχών. Ωστόσο δεν αναπτύσσουν όλα τα άτομα, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με τέτοιου είδους καταστάσεις ψυχικές διαταραχές, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι τα άτομα που καταφέρνουν να προσαρμόζονται με επιτυχία σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, επιδεικνύουν ψυχική ανθεκτικότητα. Έτσι, η ανθεκτικότητα ως επιτυχημένη προσαρμογή βασίζεται σε αποτελεσματικές απαντήσεις στις περιβαλλοντικές προκλήσεις και στην αντίσταση στις βλαβερές συνέπειες του στρες.
Σύμφωνα με τους Rirkin & Hoopman (1991), η ψυχική ανθεκτικότητα ορίζεται ως η ικανότητα του ατόμου να αναγεννάται, να επανέρχεται, να προσαρμόζεται με επιτυχία στο περιβάλλον, παρά τις αντιξοότητες και να αναπτύσσει κοινωνική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική επάρκεια, παρά την έκθεσή του σε έντονο στρες ή στις αγχογόνες καταστάσεις που είναι εγγενείς στο σύγχρονο κόσμο. Σύμφωνα με έναν πιο πρόσφατο ορισμό της Masten (2018) η έννοια της ανθεκτικότητας ορίζεται γενικά ως η ικανότητα ενός δυναμικού συστήματος να αντέχει ή να ανακάμπτει από σημαντικές προκλήσεις που απειλούν τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα ή την ανάπτυξή του. Η ανθεκτικότητα αντανακλά πόρους και διαδικασίες που μπορούν να εφαρμοστούν για την αποκατάσταση της ισορροπίας, την αντιμετώπιση των προκλήσεων ή τον μετασχηματισμό του οργανισμού.
Τα ευρήματα αρκετών διαχρονικών μελετών κατέδειξαν τις επιπτώσεις του αναπτυξιακού περιβάλλοντος στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα, βασικοί παράγοντες, όπως η θετική οικογενειακή λειτουργία και οι σχέσεις με τους συνομηλίκους, οι συνδέσεις με υποστηρικτικούς ενήλικες και φιλικούς ρομαντικούς συντρόφους, η θέσπιση στόχων, η αυτοπειθαρχία και η γνωστική ικανότητα στην παιδική και εφηβική ηλικία, αποτελούν προστατευτικούς παράγοντες και συμβάλλουν στην ανάπτυξη την ανθεκτικότητας στην ενήλικη ζωή.
Αντίθετα, παιδιά με ιστορικό κακομεταχείρισης, καθώς και παιδιά που έχουν βιώσει έκθεση σε πολεμικό περιβάλλον και αντίστοιχες τραυματικές εμπειρίες, παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας σε σχέση με τα παιδιά που δεν βίωσαν παρόμοια γεγονότα.
Γενικότερα, οι καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας περιλαμβάνουν νευροβιολογικές, γενετικές, ιδιοσυγκρασιακές και περιβαλλοντικές επιρροές. Συγκεκριμένα, ως προστατευτικοί παράγοντες που προάγουν την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας, θα μπορούσαν να αναφερθούν ατομικά χαρακτηριστικά, όπως η ιδιοσυγκρασία, ο δεσμός με τον βασικό φροντιστή, οι δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, η ικανότητα αυτορρύθμισης, η αυτοεκτίμηση, αλλά και οι οικογενειακές συνθήκες, οι οποίες περιλαμβάνουν την θετική και υποστηρικτική αλληλεπίδραση μεταξύ των γονέων και του παιδιού, την οικογενειακή συνοχή, την κοινωνική υποστήριξη, την προσφορά ενός πλούσιου σε ερεθίσματα περιβάλλοντος, αλλά και ένα σταθερό και επαρκές εισόδημα.
Τέλος, σημαντικούς προστατευτικούς παράγοντες μπορεί να αποτελέσουν και κοινοτικοί παράγοντες, όπως τα προγράμματα έγκαιρης πρόληψης και παρέμβασης, η εξασφάλιση ασφάλειας στις γειτονιές, σχετικές υπηρεσίες υποστήριξης, εγκαταστάσεις αναψυχής και αντίστοιχα προγράμματα, η προσβασιμότητα σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας, οι οικονομικές ευκαιρίες για οικογένειες και τέλος η δυνατότητα συμμετοχής σε θρησκευτικές και πνευματικές οργανώσεις. Αντίθετα, βιολογικοί παράγοντες, όπως το χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση και συγγενείς γενετικές ανωμαλίες και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως οι συνθήκες φτώχειας, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονιών, οι συγκρούσεις εντός της οικογένειας, καθώς και οι φυλετικές διακρίσεις, εντάσσονται στους παράγοντες επικινδυνότητας.
Βιβλιογραφία
Burt, K. B., & Paysnick, A. A. (2012). Resilience in the transition to adulthood. Development and psychopathology, 24(2), 493–505. https://doi.org/10.1017/S0954579412000119
Masten A. S. (2018). Resilience theory and research on children and families: Past, present, and promise: Resilience theory and research. Journal of Family Theory & Review, 10(1), 12–31. https://doi.org/10.1111/jftr.12255
Rirkin, M., & Hoopman, M. (1991). Moving beyond Risk to Resiliency. MN: Minneapolis Public School.
Zolkoski, S. M., & Bullock, L. M. (2012). Resilience in children and youth: A review. Children and Youth Services Review, 34(12), 2295–2303. https://doi.org/10.1016/j.childyouth.2012.08.009
Η πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του σε τραυματικά γεγονότα. Τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής, το τραύμα και οι χρόνιες αντιξοότητες μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία και τη δομή του εγκεφάλου και ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD), κατάθλιψης και άλλων ψυχιατρικών διαταραχών. Ωστόσο δεν αναπτύσσουν όλα τα άτομα, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με τέτοιου είδους καταστάσεις ψυχικές διαταραχές, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι τα άτομα που καταφέρνουν να προσαρμόζονται με επιτυχία σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, επιδεικνύουν ψυχική ανθεκτικότητα. Έτσι, η ανθεκτικότητα ως επιτυχημένη προσαρμογή βασίζεται σε αποτελεσματικές απαντήσεις στις περιβαλλοντικές προκλήσεις και στην αντίσταση στις βλαβερές συνέπειες του στρες.
Σύμφωνα με τους Rirkin & Hoopman (1991), η ψυχική ανθεκτικότητα ορίζεται ως η ικανότητα του ατόμου να αναγεννάται, να επανέρχεται, να προσαρμόζεται με επιτυχία στο περιβάλλον, παρά τις αντιξοότητες και να αναπτύσσει κοινωνική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική επάρκεια, παρά την έκθεσή του σε έντονο στρες ή στις αγχογόνες καταστάσεις που είναι εγγενείς στο σύγχρονο κόσμο. Σύμφωνα με έναν πιο πρόσφατο ορισμό της Masten (2018) η έννοια της ανθεκτικότητας ορίζεται γενικά ως η ικανότητα ενός δυναμικού συστήματος να αντέχει ή να ανακάμπτει από σημαντικές προκλήσεις που απειλούν τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα ή την ανάπτυξή του. Η ανθεκτικότητα αντανακλά πόρους και διαδικασίες που μπορούν να εφαρμοστούν για την αποκατάσταση της ισορροπίας, την αντιμετώπιση των προκλήσεων ή τον μετασχηματισμό του οργανισμού.
Τα ευρήματα αρκετών διαχρονικών μελετών κατέδειξαν τις επιπτώσεις του αναπτυξιακού περιβάλλοντος στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα, βασικοί παράγοντες, όπως η θετική οικογενειακή λειτουργία και οι σχέσεις με τους συνομηλίκους, οι συνδέσεις με υποστηρικτικούς ενήλικες και φιλικούς ρομαντικούς συντρόφους, η θέσπιση στόχων, η αυτοπειθαρχία και η γνωστική ικανότητα στην παιδική και εφηβική ηλικία, αποτελούν προστατευτικούς παράγοντες και συμβάλλουν στην ανάπτυξη την ανθεκτικότητας στην ενήλικη ζωή.
Αντίθετα, παιδιά με ιστορικό κακομεταχείρισης, καθώς και παιδιά που έχουν βιώσει έκθεση σε πολεμικό περιβάλλον και αντίστοιχες τραυματικές εμπειρίες, παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας σε σχέση με τα παιδιά που δεν βίωσαν παρόμοια γεγονότα.
Γενικότερα, οι καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας περιλαμβάνουν νευροβιολογικές, γενετικές, ιδιοσυγκρασιακές και περιβαλλοντικές επιρροές. Συγκεκριμένα, ως προστατευτικοί παράγοντες που προάγουν την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας, θα μπορούσαν να αναφερθούν ατομικά χαρακτηριστικά, όπως η ιδιοσυγκρασία, ο δεσμός με τον βασικό φροντιστή, οι δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, η ικανότητα αυτορρύθμισης, η αυτοεκτίμηση, αλλά και οι οικογενειακές συνθήκες, οι οποίες περιλαμβάνουν την θετική και υποστηρικτική αλληλεπίδραση μεταξύ των γονέων και του παιδιού, την οικογενειακή συνοχή, την κοινωνική υποστήριξη, την προσφορά ενός πλούσιου σε ερεθίσματα περιβάλλοντος, αλλά και ένα σταθερό και επαρκές εισόδημα.
Τέλος, σημαντικούς προστατευτικούς παράγοντες μπορεί να αποτελέσουν και κοινοτικοί παράγοντες, όπως τα προγράμματα έγκαιρης πρόληψης και παρέμβασης, η εξασφάλιση ασφάλειας στις γειτονιές, σχετικές υπηρεσίες υποστήριξης, εγκαταστάσεις αναψυχής και αντίστοιχα προγράμματα, η προσβασιμότητα σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας, οι οικονομικές ευκαιρίες για οικογένειες και τέλος η δυνατότητα συμμετοχής σε θρησκευτικές και πνευματικές οργανώσεις. Αντίθετα, βιολογικοί παράγοντες, όπως το χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση και συγγενείς γενετικές ανωμαλίες και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως οι συνθήκες φτώχειας, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονιών, οι συγκρούσεις εντός της οικογένειας, καθώς και οι φυλετικές διακρίσεις, εντάσσονται στους παράγοντες επικινδυνότητας.
Βιβλιογραφία
Burt, K. B., & Paysnick, A. A. (2012). Resilience in the transition to adulthood. Development and psychopathology, 24(2), 493–505. https://doi.org/10.1017/S0954579412000119
Masten A. S. (2018). Resilience theory and research on children and families: Past, present, and promise: Resilience theory and research. Journal of Family Theory & Review, 10(1), 12–31. https://doi.org/10.1111/jftr.12255
Rirkin, M., & Hoopman, M. (1991). Moving beyond Risk to Resiliency. MN: Minneapolis Public School.
Zolkoski, S. M., & Bullock, L. M. (2012). Resilience in children and youth: A review. Children and Youth Services Review, 34(12), 2295–2303. https://doi.org/10.1016/j.childyouth.2012.08.009