Ψυχική ανθεκτικότητα: Παράγοντες ανάπτυξης και επικινδυνότητας
Η πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και/ ή υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που ξεκινά στην παιδική ηλικία και παραμένει στην
ΠερισσότεραΟ σχολικός εκφοβισμός και η θυματοποίηση από συνομηλίκους αποτελεί ένα πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζουν παιδιά και έφηβοι εντός, αλλά και
ΠερισσότεραΗ καθυστερημένη εκσπερμάτιση (ανδρική διαταραχή του οργασμού), μπορεί να προκαλέσει ψυχολογική δυσφορία στον άνδρα, καθώς και να αποτελέσει στρεσογόνο παράγοντα για τη σχέση με τη σύντροφο. Η σεξουαλική αυτή δυσλειτουργία που μπορεί να οφείλεται τόσο σε ιατρικά όσο και σε ψυχολογικά αίτια. Αρκετά συχνά δεν διαγιγνώσκεται, ενώ παράλληλα δεν έχει προσελκύσει επαρκώς το ερευνητικό ενδιαφέρον. Είναι μια από τις διαταραχές εκσπερμάτισης και μάλλον η λιγότερο κατανοητή από τους επιστήμονες. Είναι, επίσης, η λιγότερο συχνή σεξουαλική δυσλειτουργία στους άνδρες, αφού επηρεάζει μόλις το 1-4%. Εάν το ποσοστό αυτό συγκριθεί με αυτό των ανδρών που πιστεύουν ότι έχουν γρήγορη ή πρόωρη εκσπερμάτιση, το οποίο εκτιμάται κάπου ανάμεσα στο 15% και το 30%, διαπιστώνει κάποιος ότι η διαφορά είναι πολύ μεγάλη.
Κατά την ανδρική διαταραχή του οργασμού, ο άνδρας είτε φτάνει στην εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία με μεγάλη δυσκολία, είτε δεν φτάνει καθόλου. Όταν είναι ισόβια, η αναστολή του ανδρικού οργασμού συνήθως μαρτυράει βαρύτερη ψυχοπαθολογία. Η επίκτητη αναστολή της εκσπερμάτισης συχνά απηχεί διαπροσωπικά προβλήματα (Kaplan & Sadock’s, 2004).
Το εγχειρίδιο που χρησιμοποιείται από ψυχιάτρους και ψυχολόγους, το γνωστό DSM-V, έχει επιβεβαιώσει τον όρο «καθυστερημένη εκσπερμάτιση» ως προτιμότερο για τη διάγνωση που τα προηγούμενα χρόνια άκουγε στο όνομα «ανδρική διαταραχή του οργασμού».
Α. Βασικό κριτήριο είναι η παρουσία των παρακάτω συμπτωμάτων τα οποία βιώνονται σε όλες ή σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικής συνεύρεσης.
Η διάγνωση τίθεται μόνο στην περίπτωση που η οργασμική απόκριση του άνδρα και η εκσπερμάτιση έχουν αξιοσημείωτη καθυστέρηση, ή αξιοσημείωτη σποραδικότητα ή απουσία αυτής.
Β. Τα συμπτώματα πρέπει να επιμένουν στα ¾ της συνολικής σεξουαλικής δραστηριότητας τους τελευταίους έξι μήνες, με έκδηλη καθυστέρηση ή απουσία της εκσπερμάτισης παρά τη φυσιολογική στύση και σεξουαλική διέγερση.
Γ. Επίσης, πρέπει να δημιουργούν έκδηλη υποκειμενική δυσφορία και δυσκολίες στη διαπροσωπική σχέση.
Δ. Τέλος, όταν άλλα προβλήματα έχουν αποκλειστεί, η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν εξηγείται καλύτερα από άλλη μη σεξουαλική διαταραχή, ή δεν αποτελεί συνέπεια σοβαρού διαπροσωπικού στρες, ή άλλων στρεσογόνων παραγόντων που δεν οφείλεται σε ιατρική κατάσταση, λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή χρήση ουσιών.
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση μπορεί να έχει ψυχολογικό ή βιολογικό αίτιο, ενώ μπορεί να υπάρχει και αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των δύο. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή ο άνδρας να είχε ανέκαθεν τη δυσκολία να φτάσει στον οργασμό, αλλά συχνότερα είναι δευτεροπαθής. Η αδυναμία, δηλαδή, της εκσπερμάτισης είναι επίκτητη και η λειτουργία της εκσπερμάτισης του άνδρα στο παρελθόν ήταν φυσιολογική.
Οι ειδικοί πρώτα αποκλείουν όλα τα πιθανά βιολογικά αίτια της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, προκειμένου να ασχοληθούν σε δεύτερο χρόνο με τα ψυχολογικά αίτια που είναι και τα πιο συχνά. Τα βιολογικά αίτια μπορεί να συμπεριλαμβάνουν κάποιο νόσημα ή έναν άλλο παράγοντα, όπως είναι η φαρμακευτική αγωγή, η χρήση αλκοόλ ή παράνομων ουσιών, και μπορούν να αντιμετωπιστούν κατά περίπτωση (Ανδρολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2015).
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση (ανδρική διαταραχή του οργασμού), μπορεί να προκαλέσει ψυχολογική δυσφορία στον άνδρα, καθώς και να αποτελέσει στρεσογόνο παράγοντα για τη σχέση με τη σύντροφο. Η σεξουαλική αυτή δυσλειτουργία που μπορεί να οφείλεται τόσο σε ιατρικά όσο και σε ψυχολογικά αίτια. Αρκετά συχνά δεν διαγιγνώσκεται, ενώ παράλληλα δεν έχει προσελκύσει επαρκώς το ερευνητικό ενδιαφέρον. Είναι μια από τις διαταραχές εκσπερμάτισης και μάλλον η λιγότερο κατανοητή από τους επιστήμονες. Είναι, επίσης, η λιγότερο συχνή σεξουαλική δυσλειτουργία στους άνδρες, αφού επηρεάζει μόλις το 1-4%. Εάν το ποσοστό αυτό συγκριθεί με αυτό των ανδρών που πιστεύουν ότι έχουν γρήγορη ή πρόωρη εκσπερμάτιση, το οποίο εκτιμάται κάπου ανάμεσα στο 15% και το 30%, διαπιστώνει κάποιος ότι η διαφορά είναι πολύ μεγάλη.
Κατά την ανδρική διαταραχή του οργασμού, ο άνδρας είτε φτάνει στην εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία με μεγάλη δυσκολία, είτε δεν φτάνει καθόλου. Όταν είναι ισόβια, η αναστολή του ανδρικού οργασμού συνήθως μαρτυράει βαρύτερη ψυχοπαθολογία. Η επίκτητη αναστολή της εκσπερμάτισης συχνά απηχεί διαπροσωπικά προβλήματα (Kaplan & Sadock’s, 2004).
Το εγχειρίδιο που χρησιμοποιείται από ψυχιάτρους και ψυχολόγους, το γνωστό DSM-V, έχει επιβεβαιώσει τον όρο «καθυστερημένη εκσπερμάτιση» ως προτιμότερο για τη διάγνωση που τα προηγούμενα χρόνια άκουγε στο όνομα «ανδρική διαταραχή του οργασμού».
Α. Βασικό κριτήριο είναι η παρουσία των παρακάτω συμπτωμάτων τα οποία βιώνονται σε όλες ή σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικής συνεύρεσης.
Η διάγνωση τίθεται μόνο στην περίπτωση που η οργασμική απόκριση του άνδρα και η εκσπερμάτιση έχουν αξιοσημείωτη καθυστέρηση, ή αξιοσημείωτη σποραδικότητα ή απουσία αυτής.
Β. Τα συμπτώματα πρέπει να επιμένουν στα ¾ της συνολικής σεξουαλικής δραστηριότητας τους τελευταίους έξι μήνες, με έκδηλη καθυστέρηση ή απουσία της εκσπερμάτισης παρά τη φυσιολογική στύση και σεξουαλική διέγερση.
Γ. Επίσης, πρέπει να δημιουργούν έκδηλη υποκειμενική δυσφορία και δυσκολίες στη διαπροσωπική σχέση.
Δ. Τέλος, όταν άλλα προβλήματα έχουν αποκλειστεί, η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν εξηγείται καλύτερα από άλλη μη σεξουαλική διαταραχή, ή δεν αποτελεί συνέπεια σοβαρού διαπροσωπικού στρες, ή άλλων στρεσογόνων παραγόντων που δεν οφείλεται σε ιατρική κατάσταση, λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή χρήση ουσιών.
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση μπορεί να έχει ψυχολογικό ή βιολογικό αίτιο, ενώ μπορεί να υπάρχει και αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των δύο. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή ο άνδρας να είχε ανέκαθεν τη δυσκολία να φτάσει στον οργασμό, αλλά συχνότερα είναι δευτεροπαθής. Η αδυναμία, δηλαδή, της εκσπερμάτισης είναι επίκτητη και η λειτουργία της εκσπερμάτισης του άνδρα στο παρελθόν ήταν φυσιολογική.
Οι ειδικοί πρώτα αποκλείουν όλα τα πιθανά βιολογικά αίτια της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, προκειμένου να ασχοληθούν σε δεύτερο χρόνο με τα ψυχολογικά αίτια που είναι και τα πιο συχνά. Τα βιολογικά αίτια μπορεί να συμπεριλαμβάνουν κάποιο νόσημα ή έναν άλλο παράγοντα, όπως είναι η φαρμακευτική αγωγή, η χρήση αλκοόλ ή παράνομων ουσιών, και μπορούν να αντιμετωπιστούν κατά περίπτωση (Ανδρολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2015).
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση (ανδρική διαταραχή του οργασμού), μπορεί να προκαλέσει ψυχολογική δυσφορία στον άνδρα, καθώς και να αποτελέσει στρεσογόνο παράγοντα για τη σχέση με τη σύντροφο. Η σεξουαλική αυτή δυσλειτουργία που μπορεί να οφείλεται τόσο σε ιατρικά όσο και σε ψυχολογικά αίτια. Αρκετά συχνά δεν διαγιγνώσκεται, ενώ παράλληλα δεν έχει προσελκύσει επαρκώς το ερευνητικό ενδιαφέρον. Είναι μια από τις διαταραχές εκσπερμάτισης και μάλλον η λιγότερο κατανοητή από τους επιστήμονες. Είναι, επίσης, η λιγότερο συχνή σεξουαλική δυσλειτουργία στους άνδρες, αφού επηρεάζει μόλις το 1-4%. Εάν το ποσοστό αυτό συγκριθεί με αυτό των ανδρών που πιστεύουν ότι έχουν γρήγορη ή πρόωρη εκσπερμάτιση, το οποίο εκτιμάται κάπου ανάμεσα στο 15% και το 30%, διαπιστώνει κάποιος ότι η διαφορά είναι πολύ μεγάλη.
Κατά την ανδρική διαταραχή του οργασμού, ο άνδρας είτε φτάνει στην εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία με μεγάλη δυσκολία, είτε δεν φτάνει καθόλου. Όταν είναι ισόβια, η αναστολή του ανδρικού οργασμού συνήθως μαρτυράει βαρύτερη ψυχοπαθολογία. Η επίκτητη αναστολή της εκσπερμάτισης συχνά απηχεί διαπροσωπικά προβλήματα (Kaplan & Sadock’s, 2004).
Το εγχειρίδιο που χρησιμοποιείται από ψυχιάτρους και ψυχολόγους, το γνωστό DSM-V, έχει επιβεβαιώσει τον όρο «καθυστερημένη εκσπερμάτιση» ως προτιμότερο για τη διάγνωση που τα προηγούμενα χρόνια άκουγε στο όνομα «ανδρική διαταραχή του οργασμού».
Α. Βασικό κριτήριο είναι η παρουσία των παρακάτω συμπτωμάτων τα οποία βιώνονται σε όλες ή σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικής συνεύρεσης.
Η διάγνωση τίθεται μόνο στην περίπτωση που η οργασμική απόκριση του άνδρα και η εκσπερμάτιση έχουν αξιοσημείωτη καθυστέρηση, ή αξιοσημείωτη σποραδικότητα ή απουσία αυτής.
Β. Τα συμπτώματα πρέπει να επιμένουν στα ¾ της συνολικής σεξουαλικής δραστηριότητας τους τελευταίους έξι μήνες, με έκδηλη καθυστέρηση ή απουσία της εκσπερμάτισης παρά τη φυσιολογική στύση και σεξουαλική διέγερση.
Γ. Επίσης, πρέπει να δημιουργούν έκδηλη υποκειμενική δυσφορία και δυσκολίες στη διαπροσωπική σχέση.
Δ. Τέλος, όταν άλλα προβλήματα έχουν αποκλειστεί, η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν εξηγείται καλύτερα από άλλη μη σεξουαλική διαταραχή, ή δεν αποτελεί συνέπεια σοβαρού διαπροσωπικού στρες, ή άλλων στρεσογόνων παραγόντων που δεν οφείλεται σε ιατρική κατάσταση, λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή χρήση ουσιών.
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση μπορεί να έχει ψυχολογικό ή βιολογικό αίτιο, ενώ μπορεί να υπάρχει και αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των δύο. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή ο άνδρας να είχε ανέκαθεν τη δυσκολία να φτάσει στον οργασμό, αλλά συχνότερα είναι δευτεροπαθής. Η αδυναμία, δηλαδή, της εκσπερμάτισης είναι επίκτητη και η λειτουργία της εκσπερμάτισης του άνδρα στο παρελθόν ήταν φυσιολογική.
Οι ειδικοί πρώτα αποκλείουν όλα τα πιθανά βιολογικά αίτια της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, προκειμένου να ασχοληθούν σε δεύτερο χρόνο με τα ψυχολογικά αίτια που είναι και τα πιο συχνά. Τα βιολογικά αίτια μπορεί να συμπεριλαμβάνουν κάποιο νόσημα ή έναν άλλο παράγοντα, όπως είναι η φαρμακευτική αγωγή, η χρήση αλκοόλ ή παράνομων ουσιών, και μπορούν να αντιμετωπιστούν κατά περίπτωση (Ανδρολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2015).
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση (ανδρική διαταραχή του οργασμού), μπορεί να προκαλέσει ψυχολογική δυσφορία στον άνδρα, καθώς και να αποτελέσει στρεσογόνο παράγοντα για τη σχέση με τη σύντροφο. Η σεξουαλική αυτή δυσλειτουργία που μπορεί να οφείλεται τόσο σε ιατρικά όσο και σε ψυχολογικά αίτια. Αρκετά συχνά δεν διαγιγνώσκεται, ενώ παράλληλα δεν έχει προσελκύσει επαρκώς το ερευνητικό ενδιαφέρον. Είναι μια από τις διαταραχές εκσπερμάτισης και μάλλον η λιγότερο κατανοητή από τους επιστήμονες. Είναι, επίσης, η λιγότερο συχνή σεξουαλική δυσλειτουργία στους άνδρες, αφού επηρεάζει μόλις το 1-4%. Εάν το ποσοστό αυτό συγκριθεί με αυτό των ανδρών που πιστεύουν ότι έχουν γρήγορη ή πρόωρη εκσπερμάτιση, το οποίο εκτιμάται κάπου ανάμεσα στο 15% και το 30%, διαπιστώνει κάποιος ότι η διαφορά είναι πολύ μεγάλη.
Κατά την ανδρική διαταραχή του οργασμού, ο άνδρας είτε φτάνει στην εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία με μεγάλη δυσκολία, είτε δεν φτάνει καθόλου. Όταν είναι ισόβια, η αναστολή του ανδρικού οργασμού συνήθως μαρτυράει βαρύτερη ψυχοπαθολογία. Η επίκτητη αναστολή της εκσπερμάτισης συχνά απηχεί διαπροσωπικά προβλήματα (Kaplan & Sadock’s, 2004).
Το εγχειρίδιο που χρησιμοποιείται από ψυχιάτρους και ψυχολόγους, το γνωστό DSM-V, έχει επιβεβαιώσει τον όρο «καθυστερημένη εκσπερμάτιση» ως προτιμότερο για τη διάγνωση που τα προηγούμενα χρόνια άκουγε στο όνομα «ανδρική διαταραχή του οργασμού».
Α. Βασικό κριτήριο είναι η παρουσία των παρακάτω συμπτωμάτων τα οποία βιώνονται σε όλες ή σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικής συνεύρεσης.
Η διάγνωση τίθεται μόνο στην περίπτωση που η οργασμική απόκριση του άνδρα και η εκσπερμάτιση έχουν αξιοσημείωτη καθυστέρηση, ή αξιοσημείωτη σποραδικότητα ή απουσία αυτής.
Β. Τα συμπτώματα πρέπει να επιμένουν στα ¾ της συνολικής σεξουαλικής δραστηριότητας τους τελευταίους έξι μήνες, με έκδηλη καθυστέρηση ή απουσία της εκσπερμάτισης παρά τη φυσιολογική στύση και σεξουαλική διέγερση.
Γ. Επίσης, πρέπει να δημιουργούν έκδηλη υποκειμενική δυσφορία και δυσκολίες στη διαπροσωπική σχέση.
Δ. Τέλος, όταν άλλα προβλήματα έχουν αποκλειστεί, η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν εξηγείται καλύτερα από άλλη μη σεξουαλική διαταραχή, ή δεν αποτελεί συνέπεια σοβαρού διαπροσωπικού στρες, ή άλλων στρεσογόνων παραγόντων που δεν οφείλεται σε ιατρική κατάσταση, λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή χρήση ουσιών.
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση μπορεί να έχει ψυχολογικό ή βιολογικό αίτιο, ενώ μπορεί να υπάρχει και αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των δύο. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή ο άνδρας να είχε ανέκαθεν τη δυσκολία να φτάσει στον οργασμό, αλλά συχνότερα είναι δευτεροπαθής. Η αδυναμία, δηλαδή, της εκσπερμάτισης είναι επίκτητη και η λειτουργία της εκσπερμάτισης του άνδρα στο παρελθόν ήταν φυσιολογική.
Οι ειδικοί πρώτα αποκλείουν όλα τα πιθανά βιολογικά αίτια της καθυστερημένης εκσπερμάτισης, προκειμένου να ασχοληθούν σε δεύτερο χρόνο με τα ψυχολογικά αίτια που είναι και τα πιο συχνά. Τα βιολογικά αίτια μπορεί να συμπεριλαμβάνουν κάποιο νόσημα ή έναν άλλο παράγοντα, όπως είναι η φαρμακευτική αγωγή, η χρήση αλκοόλ ή παράνομων ουσιών, και μπορούν να αντιμετωπιστούν κατά περίπτωση (Ανδρολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2015).