Ψυχική ανθεκτικότητα: Παράγοντες ανάπτυξης και επικινδυνότητας
Η πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με στρεσογόνες καταστάσεις και αντιξοότητες κατά την διάρκεια της ζωής του και εκτίθεται τουλάχιστον
ΠερισσότεραΗ διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και/ ή υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που ξεκινά στην παιδική ηλικία και παραμένει στην
ΠερισσότεραΟ σχολικός εκφοβισμός και η θυματοποίηση από συνομηλίκους αποτελεί ένα πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζουν παιδιά και έφηβοι εντός, αλλά και
ΠερισσότεραΗ Ελένη στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η ώρα ήταν 4:00 το πρωί και τρείς ώρες πριν είχε ξυπνήσει απότομα. Ο νους της αμέσως έπιασε δουλειά γυρίζοντας στα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, σ’ εκείνη τη συζήτηση με τον προϊστάμενο της. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε και κάποιος που σχολίαζε όσα είχαν διαδραματιστεί: η δική της εσωτερική φωνή, που την βομβάρδιζε με ένα σωρό επικριτικές ερωτήσεις:
«Γιατί να το παρουσιάσω έτσι; Πρέπει να του φάνηκα πολύ ανόητη ,χαζή. Κι εκείνος τι εννοούσε όταν είπε ότι οι επιδόσεις μου είναι ικανοποιητικές” – αλλά όχι αρκετά καλές ώστε να δικαιολογούν αύξηση; Και το τμήμα της Μαρίας, τι δουλειά έχει με την παρουσίαση; Αυτό είναι δική μου δουλειά… για την ώρα, τουλάχιστον. Μήπως αυτό εννοούσε όταν είπε ότι θέλει να αξιολογήσει την πορεία της δουλειάς μου; Μάλλον σκέφτεται να την αναθέσει σε κάποιον άλλο. Το ήξερα πως η παρουσίαση μου δεν ήταν αρκετά καλή – όχι μόνο δεν θα πάρω αύξηση, αλλά μπορεί και να χάσω τη δουλειά μου. Έπρεπε να το είχα προβλέψει…»
Η Ελένη δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Όταν τελικά χτύπησε το ξυπνητήρι, οι σκέψεις της είχαν προχωρήσει: τη θέση της απελπισίας από την υποτιθέμενη απόλυση της πήρε το αδιέξοδο στο οποίο θα έφταναν αυτή και τα παιδιά της, αν αναγκαζόταν να βρει άλλη δουλειά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κακόθυμη και με το ζόρι κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ήδη, έβλεπε νοερά να την απορρίπτουν από τη μια πιθανή δουλειά στην άλλη.
«Δεν φταίνε αυτοί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί νιώθω συνεχώς τόσο χάλια. Γιατί με πνίγουν τα πάντα; Όλοι οι άλλοι φαίνεται να τα πηγαίνουν μια χαρά. Μάλλον δεν μπορώ απλώς να αντεπεξέλθω με τη δουλειά και το σπίτι ταυτοχρόνως. Τι ήταν αυτό που μου είπε χτες ο προϊστάμενος μου;»
Στον νου της ξανάρχισε να παίζει η ίδια κασέτα.
Ο Γιώργος δεν είχε προβλήματα με τον ύπνο. Μάλλον το αντίθετο. Δυσκολευόταν να μείνει ξύπνιος. Τον παρακολουθούμε να κάθεται μέσα στο αυτοκίνητο τον στο πάρκνιγκ της εταιρείας όπου εργάζεται, νιώθοντας το βάρος της ημέρας να τον ακινητοποιεί στο κάθισμα. Το σώμα του είναι βαρύ, σαν μολύβι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να λύσει τη ζώνη ασφαλείας. Κάθεται ακίνητος, φρακαρισμένος, αδυνατώντας να πιάσει το χερούλι της πόρτας, να την ανοίξει και να πάει στο γραφείο του.
Ίσως θα τον βοηθούσε να σκεφτεί ξανά το πρόγραμμα της ημέρας… αυτό πάντα πετύχαινε. Όχι, όμως, σήμερα. Κάθε ραντεβού, κάθε σύσκεψη, κάθε τηλεφώνημα που πρέπει να κάνει του φέρνει έναν κόμπο στον λαιμό και με κάθε προσπάθεια να καταπιεί, ο νους του απομακρύνεται από την ατζέντα της ημέρας και στρέφεται στην ερώτηση που κάθε πρωί τον τυραννά:
«Γιατί νιώθω τόσο χάλια; Τα έχω σχεδόν όλα – μια τρυφερή σύζυγο, σπουδαία παιδιά, ασφάλεια στη δουλειά, ένα πανέμορφο σπίτι… Τι μου συμβαίνει; Γιατί δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου; Και γιατί μου συμβαίνει συνεχώς αυτό; Η Χαρά και τα παιδιά βαρέθηκαν να με βλέπουν έτσι. Δεν θα με ανεχτούν για πολύ ακόμα. Αν μπορούσα να βρω τι μου συμβαίνει, τα πράγματα θα άλλαζαν. Αν ήξερα γιατί νιώθω τόσο άσχημα, θα έλυνα το πρόβλημα και θα συνέχιζα τη ζωή μου όπως όλοι. Αυτό που μου συμβαίνει είναι εντελώς παράλογο».
Το μόνο που θέλουν η Ελένη και ο Γιώργος, είναι να νιώσουν ευτυχισμένοι. Η Ελένη υποστηρίζει ότι υπάρχουν στη ζωή της χαρούμενες στιγμές, μόνο που δεν διαρκούν. Κάτι της προκαλεί πανικό, και γεγονότα για τα οποία παλαιότερα αδιαφορούσε, σήμερα της προκαλούν απόγνωση, πριν καν καταλάβει τι συνέβη. Ο Γιώργος έχει κι εκείνος ευτυχισμένες στιγμές – τις περιγράφει, όμως, ως περιόδους που τις χαρακτηρίζει η απουσία του πόνου, παρά η παρουσία της χαράς. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό που κάνει τον ακαθόριστο πόνο να υποχωρεί και κατόπιν να επιστρέφει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν μπορεί καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που διασκέδασε γελώντας με την οικογένεια ή τους φίλους του.
Καθώς οι εικόνες της ανεργίας διαδέχονται η μια την άλλη στο μυαλό της Ελένης, ένας βαθύς φόβος ότι δεν θα μπορεί να κάνει αυτά που πρέπει για τον εαυτό της και τα παιδιά της, καραδοκεί στην άκρη του νου της. Όχι πάλι, σκέφτεται αναστενάζοντας. Θυμάται πολύ καθαρά τι συνέβη όταν ανακάλυψε ότι ο Δημήτρης την απατούσε και τον έδιωξε από το σπίτι. Είχε φυσικά νιώσει λύπη και θυμό, αλλά και ταπείνωση εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Την είχε απατήσει κι εκείνη ένιωσε να «χάνει» τη μάχη να σώσει τη σχέση τους. Στη συνέχεια, ένιωσε παγιδευμένη ως μόνη μητέρα. Στην αρχή έδειξε θάρρος – για χάρη των παιδιών. Στην αρχή όλοι γύρω της την στήριζαν, ήρθε όμως μια στιγμή όπου πίστεψε ότι τον είχε ξεπεράσει. Δεν μπορούσε πια να ζητά τη βοήθεια των φίλων και των συγγενών της. Τέσσερις μήνες αργότερα, ένιωθε όλο και πιο θλιμμένη και μελαγχολική, έχασε το ενδιαφέρον της για την παιδική χορωδία που διηύθυνε, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, και ένιωθε ενοχές επειδή πίστευε πως ήταν «κακή μητέρα».
Η Ελένη και ο Γιώργος πάσχουν από κατάθλιψη.
Η Ελένη ξεκίνησε ψυχοθεραπεία και σε διάστημα 2 μηνών είδε βελτίωση και μέσα σε λίγους μήνες ξαναβρήκε τον εαυτό της και βέβαια την αυτοπεποίθησή της.
Ο Γιώργος ξεκίνησε φαρμακοθεραπεία για την κατάθλιψη και μέσα σε λίγο διάστημα άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τώρα διασκεδάζει με την γυναίκα του και τα παιδιά του και αντλεί μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση.
– Ένα σημαντικό βήμα της θεραπευτικής διαδικασίας είναι να ερχόμαστε σε επαφή με τα σκοτεινά κομμάτια του εαυτού μας, τα κομμάτια που έχουμε από φόβο απαρνηθεί, αποκηρύξει ή καταπιέση.
Η Ελένη στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η ώρα ήταν 4:00 το πρωί και τρείς ώρες πριν είχε ξυπνήσει απότομα. Ο νους της αμέσως έπιασε δουλειά γυρίζοντας στα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, σ’ εκείνη τη συζήτηση με τον προϊστάμενο της. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε και κάποιος που σχολίαζε όσα είχαν διαδραματιστεί: η δική της εσωτερική φωνή, που την βομβάρδιζε με ένα σωρό επικριτικές ερωτήσεις:
«Γιατί να το παρουσιάσω έτσι; Πρέπει να του φάνηκα πολύ ανόητη ,χαζή. Κι εκείνος τι εννοούσε όταν είπε ότι οι επιδόσεις μου είναι ικανοποιητικές” – αλλά όχι αρκετά καλές ώστε να δικαιολογούν αύξηση; Και το τμήμα της Μαρίας, τι δουλειά έχει με την παρουσίαση; Αυτό είναι δική μου δουλειά… για την ώρα, τουλάχιστον. Μήπως αυτό εννοούσε όταν είπε ότι θέλει να αξιολογήσει την πορεία της δουλειάς μου; Μάλλον σκέφτεται να την αναθέσει σε κάποιον άλλο. Το ήξερα πως η παρουσίαση μου δεν ήταν αρκετά καλή – όχι μόνο δεν θα πάρω αύξηση, αλλά μπορεί και να χάσω τη δουλειά μου. Έπρεπε να το είχα προβλέψει…»
Η Ελένη δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Όταν τελικά χτύπησε το ξυπνητήρι, οι σκέψεις της είχαν προχωρήσει: τη θέση της απελπισίας από την υποτιθέμενη απόλυση της πήρε το αδιέξοδο στο οποίο θα έφταναν αυτή και τα παιδιά της, αν αναγκαζόταν να βρει άλλη δουλειά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κακόθυμη και με το ζόρι κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ήδη, έβλεπε νοερά να την απορρίπτουν από τη μια πιθανή δουλειά στην άλλη.
«Δεν φταίνε αυτοί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί νιώθω συνεχώς τόσο χάλια. Γιατί με πνίγουν τα πάντα; Όλοι οι άλλοι φαίνεται να τα πηγαίνουν μια χαρά. Μάλλον δεν μπορώ απλώς να αντεπεξέλθω με τη δουλειά και το σπίτι ταυτοχρόνως. Τι ήταν αυτό που μου είπε χτες ο προϊστάμενος μου;»
Στον νου της ξανάρχισε να παίζει η ίδια κασέτα.
Ο Γιώργος δεν είχε προβλήματα με τον ύπνο. Μάλλον το αντίθετο. Δυσκολευόταν να μείνει ξύπνιος. Τον παρακολουθούμε να κάθεται μέσα στο αυτοκίνητο τον στο πάρκνιγκ της εταιρείας όπου εργάζεται, νιώθοντας το βάρος της ημέρας να τον ακινητοποιεί στο κάθισμα. Το σώμα του είναι βαρύ, σαν μολύβι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να λύσει τη ζώνη ασφαλείας. Κάθεται ακίνητος, φρακαρισμένος, αδυνατώντας να πιάσει το χερούλι της πόρτας, να την ανοίξει και να πάει στο γραφείο του.
Ίσως θα τον βοηθούσε να σκεφτεί ξανά το πρόγραμμα της ημέρας… αυτό πάντα πετύχαινε. Όχι, όμως, σήμερα. Κάθε ραντεβού, κάθε σύσκεψη, κάθε τηλεφώνημα που πρέπει να κάνει του φέρνει έναν κόμπο στον λαιμό και με κάθε προσπάθεια να καταπιεί, ο νους του απομακρύνεται από την ατζέντα της ημέρας και στρέφεται στην ερώτηση που κάθε πρωί τον τυραννά:
«Γιατί νιώθω τόσο χάλια; Τα έχω σχεδόν όλα – μια τρυφερή σύζυγο, σπουδαία παιδιά, ασφάλεια στη δουλειά, ένα πανέμορφο σπίτι… Τι μου συμβαίνει; Γιατί δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου; Και γιατί μου συμβαίνει συνεχώς αυτό; Η Χαρά και τα παιδιά βαρέθηκαν να με βλέπουν έτσι. Δεν θα με ανεχτούν για πολύ ακόμα. Αν μπορούσα να βρω τι μου συμβαίνει, τα πράγματα θα άλλαζαν. Αν ήξερα γιατί νιώθω τόσο άσχημα, θα έλυνα το πρόβλημα και θα συνέχιζα τη ζωή μου όπως όλοι. Αυτό που μου συμβαίνει είναι εντελώς παράλογο».
Το μόνο που θέλουν η Ελένη και ο Γιώργος, είναι να νιώσουν ευτυχισμένοι. Η Ελένη υποστηρίζει ότι υπάρχουν στη ζωή της χαρούμενες στιγμές, μόνο που δεν διαρκούν. Κάτι της προκαλεί πανικό, και γεγονότα για τα οποία παλαιότερα αδιαφορούσε, σήμερα της προκαλούν απόγνωση, πριν καν καταλάβει τι συνέβη. Ο Γιώργος έχει κι εκείνος ευτυχισμένες στιγμές – τις περιγράφει, όμως, ως περιόδους που τις χαρακτηρίζει η απουσία του πόνου, παρά η παρουσία της χαράς. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό που κάνει τον ακαθόριστο πόνο να υποχωρεί και κατόπιν να επιστρέφει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν μπορεί καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που διασκέδασε γελώντας με την οικογένεια ή τους φίλους του.
Καθώς οι εικόνες της ανεργίας διαδέχονται η μια την άλλη στο μυαλό της Ελένης, ένας βαθύς φόβος ότι δεν θα μπορεί να κάνει αυτά που πρέπει για τον εαυτό της και τα παιδιά της, καραδοκεί στην άκρη του νου της. Όχι πάλι, σκέφτεται αναστενάζοντας. Θυμάται πολύ καθαρά τι συνέβη όταν ανακάλυψε ότι ο Δημήτρης την απατούσε και τον έδιωξε από το σπίτι. Είχε φυσικά νιώσει λύπη και θυμό, αλλά και ταπείνωση εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Την είχε απατήσει κι εκείνη ένιωσε να «χάνει» τη μάχη να σώσει τη σχέση τους. Στη συνέχεια, ένιωσε παγιδευμένη ως μόνη μητέρα. Στην αρχή έδειξε θάρρος – για χάρη των παιδιών. Στην αρχή όλοι γύρω της την στήριζαν, ήρθε όμως μια στιγμή όπου πίστεψε ότι τον είχε ξεπεράσει. Δεν μπορούσε πια να ζητά τη βοήθεια των φίλων και των συγγενών της. Τέσσερις μήνες αργότερα, ένιωθε όλο και πιο θλιμμένη και μελαγχολική, έχασε το ενδιαφέρον της για την παιδική χορωδία που διηύθυνε, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, και ένιωθε ενοχές επειδή πίστευε πως ήταν «κακή μητέρα».
Η Ελένη και ο Γιώργος πάσχουν από κατάθλιψη.
Η Ελένη ξεκίνησε ψυχοθεραπεία και σε διάστημα 2 μηνών είδε βελτίωση και μέσα σε λίγους μήνες ξαναβρήκε τον εαυτό της και βέβαια την αυτοπεποίθησή της.
Ο Γιώργος ξεκίνησε φαρμακοθεραπεία για την κατάθλιψη και μέσα σε λίγο διάστημα άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τώρα διασκεδάζει με την γυναίκα του και τα παιδιά του και αντλεί μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση.
– Ένα σημαντικό βήμα της θεραπευτικής διαδικασίας είναι να ερχόμαστε σε επαφή με τα σκοτεινά κομμάτια του εαυτού μας, τα κομμάτια που έχουμε από φόβο απαρνηθεί, αποκηρύξει ή καταπιέση.
Η Ελένη στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η ώρα ήταν 4:00 το πρωί και τρείς ώρες πριν είχε ξυπνήσει απότομα. Ο νους της αμέσως έπιασε δουλειά γυρίζοντας στα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, σ’ εκείνη τη συζήτηση με τον προϊστάμενο της. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε και κάποιος που σχολίαζε όσα είχαν διαδραματιστεί: η δική της εσωτερική φωνή, που την βομβάρδιζε με ένα σωρό επικριτικές ερωτήσεις:
«Γιατί να το παρουσιάσω έτσι; Πρέπει να του φάνηκα πολύ ανόητη ,χαζή. Κι εκείνος τι εννοούσε όταν είπε ότι οι επιδόσεις μου είναι ικανοποιητικές” – αλλά όχι αρκετά καλές ώστε να δικαιολογούν αύξηση; Και το τμήμα της Μαρίας, τι δουλειά έχει με την παρουσίαση; Αυτό είναι δική μου δουλειά… για την ώρα, τουλάχιστον. Μήπως αυτό εννοούσε όταν είπε ότι θέλει να αξιολογήσει την πορεία της δουλειάς μου; Μάλλον σκέφτεται να την αναθέσει σε κάποιον άλλο. Το ήξερα πως η παρουσίαση μου δεν ήταν αρκετά καλή – όχι μόνο δεν θα πάρω αύξηση, αλλά μπορεί και να χάσω τη δουλειά μου. Έπρεπε να το είχα προβλέψει…»
Η Ελένη δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Όταν τελικά χτύπησε το ξυπνητήρι, οι σκέψεις της είχαν προχωρήσει: τη θέση της απελπισίας από την υποτιθέμενη απόλυση της πήρε το αδιέξοδο στο οποίο θα έφταναν αυτή και τα παιδιά της, αν αναγκαζόταν να βρει άλλη δουλειά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κακόθυμη και με το ζόρι κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ήδη, έβλεπε νοερά να την απορρίπτουν από τη μια πιθανή δουλειά στην άλλη.
«Δεν φταίνε αυτοί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί νιώθω συνεχώς τόσο χάλια. Γιατί με πνίγουν τα πάντα; Όλοι οι άλλοι φαίνεται να τα πηγαίνουν μια χαρά. Μάλλον δεν μπορώ απλώς να αντεπεξέλθω με τη δουλειά και το σπίτι ταυτοχρόνως. Τι ήταν αυτό που μου είπε χτες ο προϊστάμενος μου;»
Στον νου της ξανάρχισε να παίζει η ίδια κασέτα.
Ο Γιώργος δεν είχε προβλήματα με τον ύπνο. Μάλλον το αντίθετο. Δυσκολευόταν να μείνει ξύπνιος. Τον παρακολουθούμε να κάθεται μέσα στο αυτοκίνητο τον στο πάρκνιγκ της εταιρείας όπου εργάζεται, νιώθοντας το βάρος της ημέρας να τον ακινητοποιεί στο κάθισμα. Το σώμα του είναι βαρύ, σαν μολύβι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να λύσει τη ζώνη ασφαλείας. Κάθεται ακίνητος, φρακαρισμένος, αδυνατώντας να πιάσει το χερούλι της πόρτας, να την ανοίξει και να πάει στο γραφείο του.
Ίσως θα τον βοηθούσε να σκεφτεί ξανά το πρόγραμμα της ημέρας… αυτό πάντα πετύχαινε. Όχι, όμως, σήμερα. Κάθε ραντεβού, κάθε σύσκεψη, κάθε τηλεφώνημα που πρέπει να κάνει του φέρνει έναν κόμπο στον λαιμό και με κάθε προσπάθεια να καταπιεί, ο νους του απομακρύνεται από την ατζέντα της ημέρας και στρέφεται στην ερώτηση που κάθε πρωί τον τυραννά:
«Γιατί νιώθω τόσο χάλια; Τα έχω σχεδόν όλα – μια τρυφερή σύζυγο, σπουδαία παιδιά, ασφάλεια στη δουλειά, ένα πανέμορφο σπίτι… Τι μου συμβαίνει; Γιατί δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου; Και γιατί μου συμβαίνει συνεχώς αυτό; Η Χαρά και τα παιδιά βαρέθηκαν να με βλέπουν έτσι. Δεν θα με ανεχτούν για πολύ ακόμα. Αν μπορούσα να βρω τι μου συμβαίνει, τα πράγματα θα άλλαζαν. Αν ήξερα γιατί νιώθω τόσο άσχημα, θα έλυνα το πρόβλημα και θα συνέχιζα τη ζωή μου όπως όλοι. Αυτό που μου συμβαίνει είναι εντελώς παράλογο».
Το μόνο που θέλουν η Ελένη και ο Γιώργος, είναι να νιώσουν ευτυχισμένοι. Η Ελένη υποστηρίζει ότι υπάρχουν στη ζωή της χαρούμενες στιγμές, μόνο που δεν διαρκούν. Κάτι της προκαλεί πανικό, και γεγονότα για τα οποία παλαιότερα αδιαφορούσε, σήμερα της προκαλούν απόγνωση, πριν καν καταλάβει τι συνέβη. Ο Γιώργος έχει κι εκείνος ευτυχισμένες στιγμές – τις περιγράφει, όμως, ως περιόδους που τις χαρακτηρίζει η απουσία του πόνου, παρά η παρουσία της χαράς. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό που κάνει τον ακαθόριστο πόνο να υποχωρεί και κατόπιν να επιστρέφει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν μπορεί καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που διασκέδασε γελώντας με την οικογένεια ή τους φίλους του.
Καθώς οι εικόνες της ανεργίας διαδέχονται η μια την άλλη στο μυαλό της Ελένης, ένας βαθύς φόβος ότι δεν θα μπορεί να κάνει αυτά που πρέπει για τον εαυτό της και τα παιδιά της, καραδοκεί στην άκρη του νου της. Όχι πάλι, σκέφτεται αναστενάζοντας. Θυμάται πολύ καθαρά τι συνέβη όταν ανακάλυψε ότι ο Δημήτρης την απατούσε και τον έδιωξε από το σπίτι. Είχε φυσικά νιώσει λύπη και θυμό, αλλά και ταπείνωση εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Την είχε απατήσει κι εκείνη ένιωσε να «χάνει» τη μάχη να σώσει τη σχέση τους. Στη συνέχεια, ένιωσε παγιδευμένη ως μόνη μητέρα. Στην αρχή έδειξε θάρρος – για χάρη των παιδιών. Στην αρχή όλοι γύρω της την στήριζαν, ήρθε όμως μια στιγμή όπου πίστεψε ότι τον είχε ξεπεράσει. Δεν μπορούσε πια να ζητά τη βοήθεια των φίλων και των συγγενών της. Τέσσερις μήνες αργότερα, ένιωθε όλο και πιο θλιμμένη και μελαγχολική, έχασε το ενδιαφέρον της για την παιδική χορωδία που διηύθυνε, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, και ένιωθε ενοχές επειδή πίστευε πως ήταν «κακή μητέρα».
Η Ελένη και ο Γιώργος πάσχουν από κατάθλιψη.
Η Ελένη ξεκίνησε ψυχοθεραπεία και σε διάστημα 2 μηνών είδε βελτίωση και μέσα σε λίγους μήνες ξαναβρήκε τον εαυτό της και βέβαια την αυτοπεποίθησή της.
Ο Γιώργος ξεκίνησε φαρμακοθεραπεία για την κατάθλιψη και μέσα σε λίγο διάστημα άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τώρα διασκεδάζει με την γυναίκα του και τα παιδιά του και αντλεί μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση.
– Ένα σημαντικό βήμα της θεραπευτικής διαδικασίας είναι να ερχόμαστε σε επαφή με τα σκοτεινά κομμάτια του εαυτού μας, τα κομμάτια που έχουμε από φόβο απαρνηθεί, αποκηρύξει ή καταπιέση.
Η Ελένη στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η ώρα ήταν 4:00 το πρωί και τρείς ώρες πριν είχε ξυπνήσει απότομα. Ο νους της αμέσως έπιασε δουλειά γυρίζοντας στα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, σ’ εκείνη τη συζήτηση με τον προϊστάμενο της. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε και κάποιος που σχολίαζε όσα είχαν διαδραματιστεί: η δική της εσωτερική φωνή, που την βομβάρδιζε με ένα σωρό επικριτικές ερωτήσεις:
«Γιατί να το παρουσιάσω έτσι; Πρέπει να του φάνηκα πολύ ανόητη ,χαζή. Κι εκείνος τι εννοούσε όταν είπε ότι οι επιδόσεις μου είναι ικανοποιητικές” – αλλά όχι αρκετά καλές ώστε να δικαιολογούν αύξηση; Και το τμήμα της Μαρίας, τι δουλειά έχει με την παρουσίαση; Αυτό είναι δική μου δουλειά… για την ώρα, τουλάχιστον. Μήπως αυτό εννοούσε όταν είπε ότι θέλει να αξιολογήσει την πορεία της δουλειάς μου; Μάλλον σκέφτεται να την αναθέσει σε κάποιον άλλο. Το ήξερα πως η παρουσίαση μου δεν ήταν αρκετά καλή – όχι μόνο δεν θα πάρω αύξηση, αλλά μπορεί και να χάσω τη δουλειά μου. Έπρεπε να το είχα προβλέψει…»
Η Ελένη δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Όταν τελικά χτύπησε το ξυπνητήρι, οι σκέψεις της είχαν προχωρήσει: τη θέση της απελπισίας από την υποτιθέμενη απόλυση της πήρε το αδιέξοδο στο οποίο θα έφταναν αυτή και τα παιδιά της, αν αναγκαζόταν να βρει άλλη δουλειά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κακόθυμη και με το ζόρι κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ήδη, έβλεπε νοερά να την απορρίπτουν από τη μια πιθανή δουλειά στην άλλη.
«Δεν φταίνε αυτοί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί νιώθω συνεχώς τόσο χάλια. Γιατί με πνίγουν τα πάντα; Όλοι οι άλλοι φαίνεται να τα πηγαίνουν μια χαρά. Μάλλον δεν μπορώ απλώς να αντεπεξέλθω με τη δουλειά και το σπίτι ταυτοχρόνως. Τι ήταν αυτό που μου είπε χτες ο προϊστάμενος μου;»
Στον νου της ξανάρχισε να παίζει η ίδια κασέτα.
Ο Γιώργος δεν είχε προβλήματα με τον ύπνο. Μάλλον το αντίθετο. Δυσκολευόταν να μείνει ξύπνιος. Τον παρακολουθούμε να κάθεται μέσα στο αυτοκίνητο τον στο πάρκνιγκ της εταιρείας όπου εργάζεται, νιώθοντας το βάρος της ημέρας να τον ακινητοποιεί στο κάθισμα. Το σώμα του είναι βαρύ, σαν μολύβι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να λύσει τη ζώνη ασφαλείας. Κάθεται ακίνητος, φρακαρισμένος, αδυνατώντας να πιάσει το χερούλι της πόρτας, να την ανοίξει και να πάει στο γραφείο του.
Ίσως θα τον βοηθούσε να σκεφτεί ξανά το πρόγραμμα της ημέρας… αυτό πάντα πετύχαινε. Όχι, όμως, σήμερα. Κάθε ραντεβού, κάθε σύσκεψη, κάθε τηλεφώνημα που πρέπει να κάνει του φέρνει έναν κόμπο στον λαιμό και με κάθε προσπάθεια να καταπιεί, ο νους του απομακρύνεται από την ατζέντα της ημέρας και στρέφεται στην ερώτηση που κάθε πρωί τον τυραννά:
«Γιατί νιώθω τόσο χάλια; Τα έχω σχεδόν όλα – μια τρυφερή σύζυγο, σπουδαία παιδιά, ασφάλεια στη δουλειά, ένα πανέμορφο σπίτι… Τι μου συμβαίνει; Γιατί δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου; Και γιατί μου συμβαίνει συνεχώς αυτό; Η Χαρά και τα παιδιά βαρέθηκαν να με βλέπουν έτσι. Δεν θα με ανεχτούν για πολύ ακόμα. Αν μπορούσα να βρω τι μου συμβαίνει, τα πράγματα θα άλλαζαν. Αν ήξερα γιατί νιώθω τόσο άσχημα, θα έλυνα το πρόβλημα και θα συνέχιζα τη ζωή μου όπως όλοι. Αυτό που μου συμβαίνει είναι εντελώς παράλογο».
Το μόνο που θέλουν η Ελένη και ο Γιώργος, είναι να νιώσουν ευτυχισμένοι. Η Ελένη υποστηρίζει ότι υπάρχουν στη ζωή της χαρούμενες στιγμές, μόνο που δεν διαρκούν. Κάτι της προκαλεί πανικό, και γεγονότα για τα οποία παλαιότερα αδιαφορούσε, σήμερα της προκαλούν απόγνωση, πριν καν καταλάβει τι συνέβη. Ο Γιώργος έχει κι εκείνος ευτυχισμένες στιγμές – τις περιγράφει, όμως, ως περιόδους που τις χαρακτηρίζει η απουσία του πόνου, παρά η παρουσία της χαράς. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό που κάνει τον ακαθόριστο πόνο να υποχωρεί και κατόπιν να επιστρέφει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν μπορεί καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που διασκέδασε γελώντας με την οικογένεια ή τους φίλους του.
Καθώς οι εικόνες της ανεργίας διαδέχονται η μια την άλλη στο μυαλό της Ελένης, ένας βαθύς φόβος ότι δεν θα μπορεί να κάνει αυτά που πρέπει για τον εαυτό της και τα παιδιά της, καραδοκεί στην άκρη του νου της. Όχι πάλι, σκέφτεται αναστενάζοντας. Θυμάται πολύ καθαρά τι συνέβη όταν ανακάλυψε ότι ο Δημήτρης την απατούσε και τον έδιωξε από το σπίτι. Είχε φυσικά νιώσει λύπη και θυμό, αλλά και ταπείνωση εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Την είχε απατήσει κι εκείνη ένιωσε να «χάνει» τη μάχη να σώσει τη σχέση τους. Στη συνέχεια, ένιωσε παγιδευμένη ως μόνη μητέρα. Στην αρχή έδειξε θάρρος – για χάρη των παιδιών. Στην αρχή όλοι γύρω της την στήριζαν, ήρθε όμως μια στιγμή όπου πίστεψε ότι τον είχε ξεπεράσει. Δεν μπορούσε πια να ζητά τη βοήθεια των φίλων και των συγγενών της. Τέσσερις μήνες αργότερα, ένιωθε όλο και πιο θλιμμένη και μελαγχολική, έχασε το ενδιαφέρον της για την παιδική χορωδία που διηύθυνε, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, και ένιωθε ενοχές επειδή πίστευε πως ήταν «κακή μητέρα».
Η Ελένη και ο Γιώργος πάσχουν από κατάθλιψη.
Η Ελένη ξεκίνησε ψυχοθεραπεία και σε διάστημα 2 μηνών είδε βελτίωση και μέσα σε λίγους μήνες ξαναβρήκε τον εαυτό της και βέβαια την αυτοπεποίθησή της.
Ο Γιώργος ξεκίνησε φαρμακοθεραπεία για την κατάθλιψη και μέσα σε λίγο διάστημα άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τώρα διασκεδάζει με την γυναίκα του και τα παιδιά του και αντλεί μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση.
– Ένα σημαντικό βήμα της θεραπευτικής διαδικασίας είναι να ερχόμαστε σε επαφή με τα σκοτεινά κομμάτια του εαυτού μας, τα κομμάτια που έχουμε από φόβο απαρνηθεί, αποκηρύξει ή καταπιέση.